ῥοπή

ῥοπή
ῥοπή
turn of the scale
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • ῥοπῇ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπή — η 1. το να κλίνει, να γέρνει κανείς προς τα κάτω, γέρσιμο: Η ζυγαριά του είχε μιαν ελαφρή ροπή προς τα δεξιά. 2. κλίση σε κάτι, τάση: Έχει ροπή στην ψευδολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοπῆι — ῥοπῇ , ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαῖς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαί — ῥοπή turn of the scale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾶς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾷ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῇς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”